επίνοια

επίνοια
1963 ἐπίνοια
{сущ., 1}
мысль, замысел, намерение, помысел, выдумка, представление (Деян. 8:22).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επίνοια" в других словарях:

  • ἐπινοία — ἐπινοίᾱ , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίᾳ — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοια — thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η η επινόηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοίας — ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem acc pl ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοι' — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg ἐπίνοιαι , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίνοια — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαι — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοιῶν — ἐπίνοια thinking on fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»